γκαβώνω

γκαβώνω
γκάβωσα, γκαβώθηκα, γκαβωμένος, κάνω κάποιον γκαβό, στραβώνω, τυφλώνω: Γκαβώθηκε και δε βλέπει να διαβάσει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”